ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
στάλπη, η [‘stalpi]
στάλπη, η [‘stalpi]: το τυρί που δεν το έχουν σουρώσει.
Δημοσιεύτηκε
2 Ιουνίου, 2020
σε
Σ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
,
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ