σπυρί, το [spi’ri]: κόκκος, κυρίως των δημητριακών: ‘Ένα σπυρί καφέ’. [μσν. σπυρί < ελνστ. *σπυρίον υποκορ. του αρχ. σπυρός, πυρός ‘κόκκος σταριού΄ (σχήμα κατεξοχήν)].
σπυρί, το [spi’ri]
από
Ετικέτες:
σπυρί, το [spi’ri]: κόκκος, κυρίως των δημητριακών: ‘Ένα σπυρί καφέ’. [μσν. σπυρί < ελνστ. *σπυρίον υποκορ. του αρχ. σπυρός, πυρός ‘κόκκος σταριού΄ (σχήμα κατεξοχήν)].
από
Ετικέτες: