ΔΠΗ
σούρνω [‘surno]: α. σχολιάζω, κακολογώ, κουτσομπολεύω, βρίζω. β. ξεγλιστράω σιγά σιγά και αποσύρομαι: https://ilialang.gr/έσουρε/. [< αρχ. σύρ(ω) μεταπλ. -νω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: