σοφράς, ο [so’fras]

σοφράς, ο [so’fras]: τραπέζι φαγητού ανατολικού τύπου, πολύ χαμηλό, στρογγυλό και ξύλινο. [τουρκ. sofra (από τα αραβ.) -ς].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o,

Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από