σουγλιά, η [su’γʎa]

σουγλιά, η [su’γʎa]: α. το σούβλισμα, το τρύπημα του πετσιού με το σουγλί. β. ο ξαφνικός και περαστικός πόνος. [σουγλ(ί) -ιά].


Δημοσιεύτηκε

σε

από