ΔΠΗ
σουβλερός, -ή, -ό [suvle’rοs]: που καταλήγει σε οξύ άκρο, που είναι σαν σουβλί· μυτερός. [σουβλ(ί) -ερός].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: