σομάδα, η [so’maða]: α. πλάκα πέτρινη δέκα περίπου εκατοστών διάμετρο για το παιδικό παιχνίδι «σομάδες». β. ζάλη: ‘Και με έπιασε μια σομάδα που σωριάστηκα ίσα κα’.
σομάδα, η [so’maða]
από
Ετικέτες:
σομάδα, η [so’maða]: α. πλάκα πέτρινη δέκα περίπου εκατοστών διάμετρο για το παιδικό παιχνίδι «σομάδες». β. ζάλη: ‘Και με έπιασε μια σομάδα που σωριάστηκα ίσα κα’.
από
Ετικέτες: