ΔΠΗ
σκύβαλο, το [‘skivalo]: σκουπίδια από αλωνισμένους καρπούς. [ελνστ. σκύβαλον ‘βρομιά για πέταμα’].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: