σκούρα [‘skura]

σκούρα, τα [‘skura]: (μτφ.) τα παραθυρόφυλλα από συμπαγές ξύλο αλλά και για κάθε είδους παντζούρια: ‘Έκλεισα τα σκούρα’. [μσν. σκούρος < ιταλ. scuro -ς].


Δημοσιεύτηκε

σε

από