σκούζω [‘skuzo]

σκούζω [‘skuzo]: οδύρομαι, φωνάζω. [ενεργ. του αρχ. σκύζομαι ‘είμαι εξαγριωμένος’ (χωρίς τροπή [u > y > i], δες Υ)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: