σκουφούνι, το [sku’funi]

σκουφούνι, το [sku’funi]: σκούφος: ‘Έβαλε το σκουφούνι του και βγήκε τη βόλτα του’. [σκούφ(ος) -ούνι].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από