σκουντουφλάω [skudu’flao]

σκουντουφλάω [skudu’flao]: α. σκοντάφτω παραπαίοντας. β. νευριάζω, μουτρώνω σε κπ. [ίσως συμφυρ. σκοντάφτω + τυφλός].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: