σκουληκαντέρα, η [skulika’ndera]

σκουληκαντέρα, η [skulika’ndera]: α. είδος μικρού υδρόβιου σκουληκιού. α. (μτφ.) για γυναίκα άσχημη, υπερβολικά αδύνατη και ψηλή. [σκουλήκ(ι) + άντερ(ο) μεγεθ. -α].


Δημοσιεύτηκε

σε

από