σκουλαρικάτη, η [skulari’kati]

σκουλαρικάτη, η [skulari’kati]: προβατίνα με σκουλαρήκια στα αυτιά. [σκουλαρίκ(ι) -άτη].


Δημοσιεύτηκε

σε

από