σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]

σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]: το φόβητρο, το σκιάχτρο. [σκιάζ(ω) ‘τρομάζω’ -άρια].


Δημοσιεύτηκε

σε

από