ΔΠΗ
σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]: το φόβητρο, το σκιάχτρο. [σκιάζ(ω) ‘τρομάζω’ -άρια].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: