ΔΠΗ
σκιάζαρος, ο [‘scazaros]: α. ο άσχημος άντρας. β. το σκιάχτρο για τα ζώα. [αρχ. σκιάζ(ω) -άρος].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: