σκαφίδι, το [ska’fiði]

σκαφίδι, το [ska’fiði]: η σκάφη. [ελνστ. σκαφίδιον υποκορ. του αρχ. σκάφη].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από