σκαροπούλι, το [skaro’puli]

σκαροπούλι, το [skaro’puli]: νεογέννητο αγριοπούλι, πτηνό που μόλις πέταξε. [< σκαρ(ίζω) –ο- πουλί].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από