σκαπετάω [ksape’tao]: α. χάνομαι, απομακρύνομαι. β. καταπίνω. (ίσως βλάχικο askâpitã soarli ‘κρύφτηκε ο ήλιος’).
Βλ. σχετικά: http://pitharidiogenous.blogspot.com/2012/07/blog-post_03.html
σκαπετάω [ksape’tao]: α. χάνομαι, απομακρύνομαι. β. καταπίνω. (ίσως βλάχικο askâpitã soarli ‘κρύφτηκε ο ήλιος’).
Βλ. σχετικά: http://pitharidiogenous.blogspot.com/2012/07/blog-post_03.html