σιρμαγιά η [sirma’ja]

σιρμαγιά η [sirma’ja]: α. χρηματικό ή άλλο απόθεμα εμπόρου. β. μαγιά [τουρκ. sermay(e) (από τα περσ.) -ά ίσως κατά το μαγιά· τροπή [se > si]].

Και: https://ilialang.gr/σιάζσερμαγιά-η-sermaja/


Δημοσιεύτηκε

σε

από