σεργιανίζω [serʝa’nizo]

σεργιανίζω [serʝa’nizo]: περιδιαβαίνω. [σεργιάν(ι) -ίζω· σεργιαν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. σεργιανισ-].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: