σειριά, η [si’rʝa]

σειριά, η [si’rʝa]: το σόι, η ράτσα, η γενιά. [< σειρ(ά) –ιά].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από