σγουμπιάζω [zγu’bʝazo]

σγουμπιάζω [zγu’bʝazo]: καμπουριάζω. [σγούμπ(α) -ιάζω].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: