σβουγκουνάω [zvugu’nao]

Σβουγκουνάω [zvugu’nao]: πετάω δυνατά και περιστροφικά κάτι. Έκφραση: «του σβουγκούνισα μια πέτρα». Ίσως, ηχομιμητικό.


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: