σαφρακιασμένος [safrakia’zmenos]

σαφρακιασμένος, -η, -ο [safrakia’zmenos]: άσχημος, άρρωστος, ζαρωμένος: ‘Είναι σαν σαφρακιασμένο’ (είναι σαν άρρωστος).


Δημοσιεύτηκε

σε

από