σαράι, το [sa’rai]

σαράι, το [sa’rai]: α. το παλάτι. β. το σπίτι. [μσν. σαράι < τουρκ. saray (από τα περσ.)· τροπή [a > e] (;)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από