σαμαρίτσα, η [sama’ritsa]: ξύλινη κατασκευή σαν ανάποδο σαμάρι που χρησίμευε για κούνια μωρών. [< σαμάρ(ι) -ίτσα].
σαμαρίτσα, η [sama’ritsa]
από
Ετικέτες:
σαμαρίτσα, η [sama’ritsa]: ξύλινη κατασκευή σαν ανάποδο σαμάρι που χρησίμευε για κούνια μωρών. [< σαμάρ(ι) -ίτσα].
από
Ετικέτες: