σαλαμούρα, η [sala’mura]

σαλαμούρα, η [sala’mura]: άρμη για τη συντήρηση διάφορων τροφίμων. [παλ. ιταλ. ή βεν. salamora ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )].

Όπως και: https://ilialang.gr/άρμη-η/


Δημοσιεύτηκε

σε

από