σαλαγκάω [sala’gao]

σαλαγκάω [sala’gao]:  οδηγώ τα ζώα με κραυγές, σφυρίγματα για να προχωρήσουν [ελνστ. σαλαγῶ ‘ταρακουνώ (για τη θάλασσα)΄ (πρβ. ελνστ. σαλαγή ‘κραυγή΄)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από