σακιασμένος, η, ο [saca’smenos]: το προϊόν που τοποθετείται σε σάκο: ‘Τό ‘χει ‘κει σακιασμένο με τ’άλλα σιτηρά’. [σάκ(ος) -ιασμένος].
σακιασμένος, η, ο [saca’smenos]
από
Ετικέτες:
σακιασμένος, η, ο [saca’smenos]: το προϊόν που τοποθετείται σε σάκο: ‘Τό ‘χει ‘κει σακιασμένο με τ’άλλα σιτηρά’. [σάκ(ος) -ιασμένος].
από
Ετικέτες: