σακιάζω [sa’cazo]

σακιάζω [sa’cazo]: πιέζω το σακί να χωρέσει περισσότερα. [σακ(ί) -ιάζω].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: