σίδερο, το [‘siðero]

σίδερο, το [‘siðero]: α. γενικά το μέταλλο. β. το πιστόλι. [μσν. σίδερον < ελνστ. σίδηρα τά (τροπή του άτ. [ir > er] ) < αρχ. σίδηρος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.].

Και: https://ilialang.gr/σιδερικά-τα/


Δημοσιεύτηκε

σε

από