σέμπρος, ο [‘sembros]

σέμπρος, ο [‘sembros]: ο μισακάτορας. [σλαβ. sebrȗ < *sepra ‘φίλος σε πρωτοβαλτικές γλώσσες’].

Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html


Δημοσιεύτηκε

σε

από