σέκος [‘sekos]

σέκος [‘sekos]: ξερός, εμβρόντητος, άναυδος. [ιταλ. secco ].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: