ΔΠΗ
σάψαλα, τα [‘sapsala]: τριμμένα, θρυμματισμένα. [τουρκ. şapşal ‘κακοντυμένος΄ -α].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: