σάρωμα, το [‘saroma]

σάρωμα, το [‘saroma]: το σκούπισμα [λόγ. < ελνστ. σάρωμα ‘σκουπίδια΄ κατά τη σημ. του σαρώνω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από