σάματις [‘samatis]

σάματις [‘samatis]: (επιρρ.) μήπως. [μσν. *ως + άματι (< φρ. άμα ότι ‘αμέσως όταν΄ με αποφυγή της χασμ.) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· προσθήκη του  αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: χτες, τότες, ίσως].

Και: https://ilialang.gr/σάματι-samati/

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από