σάγισμα, το [‘saγizma]

σάγισμα, το [‘saγizma]: μικρό χαλί κατασκευασμένο από τραγόμαλλο. [< σάγισμα < σαγίον < αρχ. σάγος ‘χοντρός μανδύας’].

Όπως και: https://ilialang.gr/σάϊσμα-το/


Δημοσιεύτηκε

σε

από