ρόκα, η [‘roka]: ειδική ράβδος πάνω στην οποία στερεώνουν το μαλλί ή το μπαμπάκι για να το γνέσουν με το χέρι: ‘H γιαγιά, καθισμένη στο τζάκι και με τη ρόκα στο χέρι, έλεγε παραμύθια’. [μσν. ρόκα < ιταλ. rocca].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o