ροϊδοκοκκινάου [roiðokoki’nau]: γίνομαι κατακόκκινος: ‘Ροϊδοκοκκίνισε από τα νεύρα του’. [ μσν. ρόιδ(ι) -ο- κοκκιν(ίζω) -άου].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
ροϊδοκοκκινάου [roiðokoki’nau]: γίνομαι κατακόκκινος: ‘Ροϊδοκοκκίνισε από τα νεύρα του’. [ μσν. ρόιδ(ι) -ο- κοκκιν(ίζω) -άου].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf