ρουπώνω [ru’pono]: α. φουσκώνω. β. σφίγγουν από το νερό τα ξύλα του βαγενιού και δεν χάνει: Έκφραση: “ρούπωσε το βαρέλι” (γέμισε το βαρέλι). γ. τρώω λαίμαργα.
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
ρουπώνω [ru’pono]: α. φουσκώνω. β. σφίγγουν από το νερό τα ξύλα του βαγενιού και δεν χάνει: Έκφραση: “ρούπωσε το βαρέλι” (γέμισε το βαρέλι). γ. τρώω λαίμαργα.
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
από
Ετικέτες: