ρουπάκι, το [ru’paki]: ονομασία ειδών δρυός. [μσν. ή ελνστ. ῥωπάκιον υποκορ. ελνστ. ῥῶπαξ (αρχ. ῥώψ) ‘πυκνός θάμνος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] )].
ρουπάκι, το [ru’paki]
από
Ετικέτες:
ρουπάκι, το [ru’paki]: ονομασία ειδών δρυός. [μσν. ή ελνστ. ῥωπάκιον υποκορ. ελνστ. ῥῶπαξ (αρχ. ῥώψ) ‘πυκνός θάμνος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] )].
από
Ετικέτες: