ρονιά, η [ro’ɲa]: α. η γραμμή του νερού που πέφτει από τα κεραμίδια. β. ο χώρος γύρω από το σπίτι.
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
ρονιά, η [ro’ɲa]: α. η γραμμή του νερού που πέφτει από τα κεραμίδια. β. ο χώρος γύρω από το σπίτι.
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
από
Ετικέτες: