ροβολικό, το [rovoli’ko]

ροβολικό, το [rovoli’ko]: το πλαγερό μέρος. [< ίσως, λατ. revolare ‘επιστρέφω γρήγορα’ ροβολ(άω) -ικό].


Δημοσιεύτηκε

σε

από