ρημάδι, το [ri’maði]: ερείπιο (και μτφ για άνθρωπο). [μσν. ρημάδι < ερημάδιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *ερημάδιον υποκορ. του ελνστ. ἐρημάς, αιτ. -άδα παράλλ. τ. θηλ. του επιθ. ἔρημος].
ρημάδι, το [ri’maði]
από
Ετικέτες:
ρημάδι, το [ri’maði]: ερείπιο (και μτφ για άνθρωπο). [μσν. ρημάδι < ερημάδιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *ερημάδιον υποκορ. του ελνστ. ἐρημάς, αιτ. -άδα παράλλ. τ. θηλ. του επιθ. ἔρημος].
από
Ετικέτες: