ρεφενές, ο [refe’nes]

ρεφενές, ο [refe’nes]: συνεισφορά, το ποσό που αναλογεί στο καθένα από τα πρόσωπα μιας ομάδας (παρέας κτλ.) για τα έξοδα κοινού γεύματος, διασκέδασης κτλ. [τουρκ. (διαλεκτ.) refene  (< herifane, από τα περσ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από