ραχάτι, το [ra’xati]

ραχάτι, το [ra’xati]: αργία, ανάπαυση, χουζούρι, ραστώνη: ‘Τα κάνει ούλα με το ραχάτι του’. [τουρκ. rahat (αραβ. rāhat) ].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από