ρέγουλα, η [‘reγula]

ρέγουλα, η [‘reγula]: ομαλός και κανονικός ρυθμός κατά την εκτέλεση πράξης, ενέργειας κτλ.: ‘Έπιναν το κρασί τους αργά αργά και με ρέγουλα’. [μσν. ρέγουλα < παλ. ιταλ. regula].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από