πύρα, η [‘pira]

πύρα, η [‘pira]: θερμότητα που προέρχεται από ακτινοβολία: ‘Πήρα την πύρα μου’. [μσν. πύρα < πυρ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από