πόλκα, η [‘polka]: α. είδος γυναικείου ενδύματος παλαιότερης εποχής που έφτανε ως τη μέση και κούμπωνε μπροστά με σειρά κουμπιών. β. γυναικείο χτένισμα: ‘Πόλκα τά’χεις τα μαλλιά σου’. [αγγλ. polka < ιταλ. polca].
πόλκα, η [‘polka]
από
Ετικέτες:
πόλκα, η [‘polka]: α. είδος γυναικείου ενδύματος παλαιότερης εποχής που έφτανε ως τη μέση και κούμπωνε μπροστά με σειρά κουμπιών. β. γυναικείο χτένισμα: ‘Πόλκα τά’χεις τα μαλλιά σου’. [αγγλ. polka < ιταλ. polca].
από
Ετικέτες: